- στηλογράφημα
- τὸ, Μ [στηλογραφώ]εικόνα τυπωμένη σε στήλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
стопописание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. στηλογραφία) надпись на столбе или на памятнике… … Словарь церковнославянского языка
στηλογραφία — ἡ, ΜΑ [στηλογραφῶ] μσν. το στηλογράφημα* αρχ. (ιδίως σχετικά με ψαλμούς) επιγραφή σε στήλη … Dictionary of Greek